κασεπό

κασεπό
και κασπό, το
μετάλλινο ή πήλινο δοχείο, συνήθως διακοσμημένο, μέσα στο οποίο τοποθετούν γλάστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache-pot].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”